Ἀσκάλωνα

Ἀσκάλωνα
Ἀσκάλων
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… …   Dictionary of Greek

  • ασκαλώνιον — ἀσκαλώνιον, το (AM) μσν. μέτρο για κρασί αρχ. είδος κρεμυδιού της Συρίας («ἀσκαλώνιον κρόμυον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. του επιθ. Ασκαλώνιος «αυτός που προέρχεται από την Ασκάλωνα (πρβλ. Ασκάλων). Μέσω του λατ. ascalonia (caepa) *scalōnia «το κρεμύδι… …   Dictionary of Greek

  • ηλιάς — I (9ος αι. π.Χ. – από το εβραϊκό Ελιγιάχου= ο Γιαχβέ είναι ο Θεός μου). Βιβλικό πρόσωπο, Ιουδαίος προφήτης. Ο H., ο οποίος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, όταν η ειδωλολατρία είχε εξαπλωθεί στο Ισραήλ με την επιρροή της φοινικικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… …   Dictionary of Greek

  • πεντάπολις — Ονομασία που δινόταν σε χώρες που αποτελούνταν από πέντε κύριες πόλεις. Οι πιο σημαντικές ήταν: 1. Π. η Δωρική, στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Αποτελείτο από τις δωρικές πόλεις Λίνδο, Ιαλυσσό, Κάμειρο, Κω και Κνίδο. Ονομαζόταν αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • Ατάργατις — Συριακή θεότητα που ταυτιζόταν με τη Γη. Ονομαζόταν επίσης Αταγάνθη ή Αταργάτη. Ο αραμαϊκός τύπος Ταρατά βρίσκεται στο ιερό βιβλίο των Εβραίων Ταλμούδ. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν Δερκετώ και την ταύτιζαν με την Αφροδίτη. Αντιστοιχούσε …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Πρόμος ή Πρόβος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, μαζί με τον Ιλάριο. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Δεκεμβρίου. 2. Φυλακίστηκε στον Ασκάλωνα, μαζί με τον Ηλία και τον Άρη. Η μνήμη τους τιμάται στις 19 Δεκεμβρίου …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… …   Dictionary of Greek

  • Σάλαχ ελ Ντιν — Όνομα δύο σουλτάνων. Ελληνοποιημένος τίτλος Σαλαδίνος. 1. Σ. ελ N., Γιούσεφ Ιμπν Αγιούμπ. Πρώτος σουλτάνος της δυναστείας των Αγιουβιδών της Αιγύπτου και της Συρίας (Τακρίτ, Μεσοποταμία 1138 Δαμασκός 1193), κουρδικής καταγωγής, γνωστός και με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”